-
1 насущный
насущный: \насущныйые интересы τα ζωτικά συμφέροντα* * *насу́щные интере́сы — τα ζωτικά συμφέροντα
-
2 интерес
интересм1. τό ἐνδιαφέρον, τό συμφέρον:возбуждать \интерес κ чему-л. προκαλώ τό ἐνδιαφέρον γιά κάτι· проявлять \интерес ἐπιδεικνύω ἐνδιαφέρον это не представляет \интереса αὐτό δέν παρουσιάζει ἐνδιαφέρον в ваших \интересах εἶναι προς τό συμφέρον σας· какой мне \интерес? τί συμφέρον ἔχω;·2. \интересы мн. τά ἐνδιαφέροντα, τά συμφέροντα:жизненные \интересы τά ζωτικά συμφέροντα· духовные \интересы τά πνευματικά ἐνδιαφέροντα. -
3 жизненный
жи́зненн||ыйприл1. ζωικός, ζωτικός, τῆς ζωής:\жизненныйый путь ἡ ζωή· \жизненныйый опыт ἡ πείρα τής ζωής·2. (важный, необходимый) ζωτικός:\жизненныйый вопрос τό ζωτικό ζήτημα· \жизненныйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα. -
4 кровный
кровн||ыйприл1. (о родстве) συγγενής ἐξ αίματος, ὀμαίμων2. перен (насущи́ый) ζωτικός:\кровныйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα·3. перен (прочный, неразрывный) στερεός, ἀδιάρρηκτος· \кровныйая связь с народом ἀδιάρρηκτος δεσμός μέ τό λαό·4. (чистокровный \кровный о животных) καθαρόαιμος:\кровныйая лошадь ὁ καθαρόαιμος ίππος· ◊ \кровныйая обида ἡ θανάσιμη προσβολἤ \кровныйая месть ἡ βεντέτα· \кровный враг ἄσπονδος ἐχθρός· \кровныйые деньги разг λεφτά κερδισμένα μέ ἱδρώτα. -
5 насущиый
насу́щи́||ыйприл ζωτικός:\насущиыйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα· ◊ \насущиый хлеб ὁ ἐπιούσιος ἄρτος. -
6 жизненный
επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно.1. της ζωής•жизненный опыт η πείρα της ζωής•
жизненный путь η πορεία της ζωής•
жизненный процесс η εξέλιξη της ζωής•
-ые припасы τα προς του ζειν τρόφιμα.
2. ζωτικός•-ое пространство ζωτικός χώρος•жизненныйые интересы ζωτικά συμφέροντα.
См. также в других словарях:
ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… … Dictionary of Greek
Συνεννόηση μικρή — (Petite entente). Συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Γιουγκοσλαβίας (14 Αυγούστου 1920), που ολοκληρώθηκε με τη σύναψη συμμαχίας μεταξύ Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας (7 Ιουνίου 1921) και την τελική συνεργασία των τριών κρατών που… … Dictionary of Greek
συμφέρον — συμφέρον, το και συφέρο, το ό,τι είναι προς ωφέλεια κάποιου: Έβλαψε τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας. – Θέτει πάνω απ όλα το κοινό συμφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
κοινοπολιτεία — (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της… … Dictionary of Greek